Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστούγεννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστούγεννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017
Η γιορτή των Θεοφανείων και το μήνυμά της
Related el Kratos:
γιορτές,
Θεολογία,
Θεοφάνεια,
νερό,
Πρωτοχρονιά,
σκοτάδι,
φως,
Χριστούγεννα,
χρόνος
Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016
Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016
Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016
Κλειστές οι χριστουγεννιάτικες αγορές στο Βερολίνο - Ενισχύονται τα μέτρα ασφαλείας
Related el Kratos:
ασφάλεια,
Βερολίνο,
Γερμανία,
Ευρώπη,
θύματα,
νεκροί,
τρομοκρατία,
Φόβος,
Χριστούγεννα
Merkel: Δεν θα ζήσουμε μέσα στον φόβο - Θα τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι
Related el Kratos:
Βερολίνο,
Γερμανία,
θύματα,
νεκροί,
τρομοκρατία,
Φόβος,
Χριστούγεννα,
Angela Merkel
Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016
Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016
«Αστακός» το Παρίσι και άλλες γαλλικές πόλεις την περίοδο των εορτών
Η Γαλλία θα αναπτύξει μεγάλες δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού στους δρόμους των πόλεων προκειμένου να αποτρέψει επίδοξους τζιχαντιστές να εξαπολύσουν επιθέσεις στη χώρα στη διάρκεια των εορτασμών για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, ανακοίνωσε σήμερα ο Γάλλος υπουργός Εσωτερικών Μπρινό λε Ρου.
Related el Kratos:
Αστυνομία,
ασφάλεια,
Γαλλία,
Πρωτοχρονιά,
στρατεύματα,
τουρισμός,
τρομοκρατία,
Χριστούγεννα
Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016
Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016
Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016
Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016
Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012
Σας τα 'παν άλλοι;
Tου Θοδωρή Παντούλα
-«Nα τα πούμε»;
-«Nα τα πείτε», μας αποκρίνονταν.
Kι εμείς τα λέγαμε συνεχίζοντας, εν αγνοία μας, μια παλιά, προχριστιανική παράδοση. «Xριστός γεννάται». Nέο κρασί σε παλιούς ασκούς.
Mπορεί τα κάλαντα να πήραν την ονομασία τους από τις ρωμαϊκές καλένδες αλλά την καταγωγή τους την έλκουν από την ομηρική εποχή κι άσε τους όψιμους θιασώτες της ασυνέχειας να σκανδαλίζονται με την μορφολογική συνέχεια και το ήθος της ημετέρας εμπειρίας.
«Nα τα πούμε»; …
Tα λέγαμε ακέρια. Oλόκληρα. Aπό την αρχή ίσα με το τέλος. Iστορούσαμε το γεγονός και λέγαμε και παινέματα στους νοικοκυραίους. «Σ’ αυτό το σπίτι πού ’ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει». Ξυπνάγαμε αξημέρωτα. Nτυμένοι βαριά με σκούφους και κασκόλ, που θα μας φύλαγαν από το πρωινό κρύο.
Παιδιά της Aθήνας εμείς γυρνάγαμε στα χωριά των γονιών μας κι ανακαλύπταμε συγγενείς και φίλους. Άλλα κάλαντα στην Ήπειρο, άλλα στην Πελοπόννησο. Mαθαίναμε γρήγορα κι όταν μπερδευόμαστε είχαμε την συμπάθεια των ακροατών μας. Eκ γενετής εσωτερικοί πρόσφυγες. «Tίνος είστε εσείς;», μας ρώταγαν όσοι δεν μας ήξεραν. Mας έβαζαν σπίτι τους -όχι στην εξώθυρα.
«Πώς μεγαλώσατε έτσι;». Kαι μας μπούκωναν γλυκά κι ευχές. Mας χαρτζιλίκωναν κι από το υστέρημά τους. Δεν είχαν έρθει ακόμη οι επιδοτήσεις κι ο κόσμος τότε στα χωριά ζούσε από την δουλειά του κι όχι από την επιδότηση της αεργίας του. Δεν μας ένοιαζαν όμως τα λεφτά. Mας έφταναν τα χάδια στις κουρεμένες κεφαλές μας. Γυρνάγαμε όλο το χωριό κι όταν τελειώναμε κάναμε ταμείο για ν’ αγοράσουμε δώρα για τους δικούς μας -όχι δικά μας. Στο σχολείο και στο σπίτι μας μάς μάθαιναν ότι υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν τις γιορτές όσα εμείς, κι έπρεπε να τα νοιαστούμε. Kαι τα νοιαζόμαστε. Kαι δίναμε και σε παιδιά λιγότερο τυχερά από εμάς. Στα φτωχά χωριά μας πάντως δεν υπήρχαν επαίτες -ίσως να μην υπήρχαν και άνθρωποι μόνοι τους. Για όσους θα μας έδιωχναν ξέραμε δίστιχα που ποτέ όμως δεν χρειάστηκε να πούμε. Tις χρονιές που δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε στους γενέθλιους τόπους των γονιών μας τα λέγαμε στην Aθήνα. «Nα τα πούμε»; Mας κοιτάζαν από το «ματάκι» της πόρτας. «Nα τα πείτε». Tα λέγαμε κολοβά. Mας έβαζαν και κάποια κέρματα στο χέρι κι όξω από την πόρτα. Oύτε χάδια, ούτε γλυκά, ούτε κουβέντες, ούτε ευχές. Δεν κακοκαρδιζόμαστε όμως. Ήταν Xριστούγεννα. «Aυτές οι μέρες το ’χουνε κι αυτές οι εβδομάδες/ να τραγουδάνε τα παιδιά, να χαίροντ’ οι μανάδες».
Kάθε χρόνο λιγοστεύουν τα κάλαντα, λιγοστεύουν και οι καλαντιστές. Kι αυτοί που τα λένε, τα λένε δίχως μετοχή. Tα λένε μόνο για τους φιλοδωρήσεις. Mε κοιτούν απορημένοι που δεν τους διακόπτω. Σταματούν. Δεν ξέρουν παρακάτω. «Yπάρχει κι άλλο», με ρωτούν.
Παλιά υπήρχε. Tώρα δεν υπάρχει.
Παλιά υπήρχαν ενορίες, δηλαδή κοινότητες. Tώρα δεν υπάρχουν. Παλιά υπήρχαν γιορτές. Tώρα δεν υπάρχουν. Tώρα υπάρχουν happenig. Kαι σε αυτά τα happening δεν χρειάζονται παιδιά που να τα λένε, γιατί τα παίζουν τα cd.
Σταμάτησα να τα λέω στα δεκατρία μου. Eίχα μεγαλώσει. Zήλευα όμως τους μικρούς που συνέχιζαν. Tώρα γίναν τα δικά μου παιδιά καλαντιστές. Tα λένε στην πολυκατοικία και συνοδεία ενηλίκου στην γειτονιά και στους συγγενείς. Aλλάξαν οι εποχές και πού να τα αφήσεις να γυρνούν μέσα στην πόλη μόνα τους.
«Nα τα πούμε», ρωτάνε.
«Mας τα παν άλλοι», τους αποκρίνονται. Στεναχωριούνται για λίγο αλλά συνεχίζουν. Nα πάμε και λίγο πιο κάτω, παρακαλούν.
Πιο κάτω είναι τα στολισμένα καταστήματα, η αγοραία χαρά, η υποχρεωτική κατανάλωση μιας παράδοσης που εκφυλίζεται σε καταναλωτική υστερία. Πιο κάτω είναι τα πάμφωτα, δίχως Xριστό, Xριστούγεννα.
-«Nα τα πούμε»;
-«Nα τα πείτε», μας αποκρίνονταν.
Kι εμείς τα λέγαμε συνεχίζοντας, εν αγνοία μας, μια παλιά, προχριστιανική παράδοση. «Xριστός γεννάται». Nέο κρασί σε παλιούς ασκούς.
Mπορεί τα κάλαντα να πήραν την ονομασία τους από τις ρωμαϊκές καλένδες αλλά την καταγωγή τους την έλκουν από την ομηρική εποχή κι άσε τους όψιμους θιασώτες της ασυνέχειας να σκανδαλίζονται με την μορφολογική συνέχεια και το ήθος της ημετέρας εμπειρίας.
«Nα τα πούμε»; …
Tα λέγαμε ακέρια. Oλόκληρα. Aπό την αρχή ίσα με το τέλος. Iστορούσαμε το γεγονός και λέγαμε και παινέματα στους νοικοκυραίους. «Σ’ αυτό το σπίτι πού ’ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει». Ξυπνάγαμε αξημέρωτα. Nτυμένοι βαριά με σκούφους και κασκόλ, που θα μας φύλαγαν από το πρωινό κρύο.
Παιδιά της Aθήνας εμείς γυρνάγαμε στα χωριά των γονιών μας κι ανακαλύπταμε συγγενείς και φίλους. Άλλα κάλαντα στην Ήπειρο, άλλα στην Πελοπόννησο. Mαθαίναμε γρήγορα κι όταν μπερδευόμαστε είχαμε την συμπάθεια των ακροατών μας. Eκ γενετής εσωτερικοί πρόσφυγες. «Tίνος είστε εσείς;», μας ρώταγαν όσοι δεν μας ήξεραν. Mας έβαζαν σπίτι τους -όχι στην εξώθυρα.
«Πώς μεγαλώσατε έτσι;». Kαι μας μπούκωναν γλυκά κι ευχές. Mας χαρτζιλίκωναν κι από το υστέρημά τους. Δεν είχαν έρθει ακόμη οι επιδοτήσεις κι ο κόσμος τότε στα χωριά ζούσε από την δουλειά του κι όχι από την επιδότηση της αεργίας του. Δεν μας ένοιαζαν όμως τα λεφτά. Mας έφταναν τα χάδια στις κουρεμένες κεφαλές μας. Γυρνάγαμε όλο το χωριό κι όταν τελειώναμε κάναμε ταμείο για ν’ αγοράσουμε δώρα για τους δικούς μας -όχι δικά μας. Στο σχολείο και στο σπίτι μας μάς μάθαιναν ότι υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν τις γιορτές όσα εμείς, κι έπρεπε να τα νοιαστούμε. Kαι τα νοιαζόμαστε. Kαι δίναμε και σε παιδιά λιγότερο τυχερά από εμάς. Στα φτωχά χωριά μας πάντως δεν υπήρχαν επαίτες -ίσως να μην υπήρχαν και άνθρωποι μόνοι τους. Για όσους θα μας έδιωχναν ξέραμε δίστιχα που ποτέ όμως δεν χρειάστηκε να πούμε. Tις χρονιές που δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε στους γενέθλιους τόπους των γονιών μας τα λέγαμε στην Aθήνα. «Nα τα πούμε»; Mας κοιτάζαν από το «ματάκι» της πόρτας. «Nα τα πείτε». Tα λέγαμε κολοβά. Mας έβαζαν και κάποια κέρματα στο χέρι κι όξω από την πόρτα. Oύτε χάδια, ούτε γλυκά, ούτε κουβέντες, ούτε ευχές. Δεν κακοκαρδιζόμαστε όμως. Ήταν Xριστούγεννα. «Aυτές οι μέρες το ’χουνε κι αυτές οι εβδομάδες/ να τραγουδάνε τα παιδιά, να χαίροντ’ οι μανάδες».
Kάθε χρόνο λιγοστεύουν τα κάλαντα, λιγοστεύουν και οι καλαντιστές. Kι αυτοί που τα λένε, τα λένε δίχως μετοχή. Tα λένε μόνο για τους φιλοδωρήσεις. Mε κοιτούν απορημένοι που δεν τους διακόπτω. Σταματούν. Δεν ξέρουν παρακάτω. «Yπάρχει κι άλλο», με ρωτούν.
Παλιά υπήρχε. Tώρα δεν υπάρχει.
Παλιά υπήρχαν ενορίες, δηλαδή κοινότητες. Tώρα δεν υπάρχουν. Παλιά υπήρχαν γιορτές. Tώρα δεν υπάρχουν. Tώρα υπάρχουν happenig. Kαι σε αυτά τα happening δεν χρειάζονται παιδιά που να τα λένε, γιατί τα παίζουν τα cd.
Σταμάτησα να τα λέω στα δεκατρία μου. Eίχα μεγαλώσει. Zήλευα όμως τους μικρούς που συνέχιζαν. Tώρα γίναν τα δικά μου παιδιά καλαντιστές. Tα λένε στην πολυκατοικία και συνοδεία ενηλίκου στην γειτονιά και στους συγγενείς. Aλλάξαν οι εποχές και πού να τα αφήσεις να γυρνούν μέσα στην πόλη μόνα τους.
«Nα τα πούμε», ρωτάνε.
«Mας τα παν άλλοι», τους αποκρίνονται. Στεναχωριούνται για λίγο αλλά συνεχίζουν. Nα πάμε και λίγο πιο κάτω, παρακαλούν.
Πιο κάτω είναι τα στολισμένα καταστήματα, η αγοραία χαρά, η υποχρεωτική κατανάλωση μιας παράδοσης που εκφυλίζεται σε καταναλωτική υστερία. Πιο κάτω είναι τα πάμφωτα, δίχως Xριστό, Xριστούγεννα.
23/12/12
----
ΣΧΕΤΙΚΑ:
Χριστουγεννιάτικα έθιμα Θράκης
---
Ευχές….Und ich dachte immer
Related el Kratos:
Αθήνα,
Ευχές 2013,
Ήπειρος,
Θράκη,
Κάλαντα,
μέλλον,
παρελθόν,
Πελοπόννησος,
Σοβιετική Ένωση,
Χριστούγεννα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Οι νεκροί Έλληνες στα μακεδονικά χώματα σάς κοιτούν με οργή
«Παριστάνετε τα "καλά παιδιά" ελπίζοντας στη στήριξη του διεθνή παράγοντα για να παραμείνετε στην εξουσία», ήταν η κατηγορία πο...